ἔπος

ἔπος
ἔπος, ους, τό (Hom. et al.; ins, pap; Sir 44:5) word ὡς ἔ. εἰπεῖν (Pla. et al., also Philo and Jos., Ant. 15, 387) to qualify speech that might sound too assertive so to speak, one might almost say; or perh. to effect a climax to use just the right word (for both senses see the many exx. in FBleek comm. Hb ad loc.; s. also POxy 67, 14) Hb 7:9.—B. 1261f. DELG. M-M. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἔπος — vácas neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …   Dictionary of Greek

  • έπος — το γεν. ους, πληθ. η 1. (λογοτ.), επικό ποίημα, μεγάλο αφηγηματικό ποίημα, η εποποιία. 2. μτφ., σπουδαία πράξη ή κατόρθωμα: Το έπος του 1940 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἔπος πρὸς ἔπος. — ἔπος πρὸς ἔπος. См. Слово за словом …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἔπος δ’εἰ πὲρ τι βέβακται… — См. Собака лает, ветер носит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἅμα ἔπος, ἅμα ἔργον. — ἅμα ἔπος, ἅμα ἔργον. См. Сказано, сделано …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὁπποῖον κ’εἴπησθα ἔπος, τοτόν κ’ἐπακούσαις. — См. Каково аукнется, таково и откликнется …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὔπω πᾶν ἐίρητο ἔπος, ὅτι ἂρ ἤλυθον αὐτοί. — См. Помяни волка, а волк из колка …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • τοὔπος — ἔπος , ἔπος vácas neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὖπος — ἔπος , ἔπος vácas neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔπη — ἔπος vácas neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἔπος vácas neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”